άριστον

άριστον
ἄριστον, το (AM)
το μεσημβρινό φαγητό (σε μτγν. εποχή, όταν το πρόγευμα το αποκαλούσαν «ἀκράτισμα»)
αρχ.
το πρωινό φαγητό, το πρόγευμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τ. *αιερι-δ-τον < (τοπικό) *άρι (συνηρημένος τ. του *αίερι, ήρι «ενωρίς») + μηδενισμένη βαθμίδα (-δ) του θ. εδ-(του ρ. εσθίω «τρώγω») + (επίθημα) -το-. Η λ. στον Όμηρο και στον Αισχύλο δηλώνει «το πρόγευμα», ενώ στην Ιωνική-Αττική σημαίνει «το μεσημεριανό φαγητό», το δε «πρωινό γεύμα» δηλώνεται με τον όρο ακράτισμα.
ΠΑΡ. αρχ. αριστίζω, αριστώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. αριστόδειπνον, αριστοποιώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἅριστον — ἄριστον , ἄριστον morning meal neut nom/voc/acc sg (epic) ἄ̱ριστον , ἄριστον morning meal neut nom/voc/acc sg (attic) ἄριστον , ἄριστος best masc acc sg ἄριστον , ἄριστος best neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄριστον — morning meal neut nom/voc/acc sg (epic) ἄ̱ριστον , ἄριστον morning meal neut nom/voc/acc sg (attic) ἄριστος best masc acc sg ἄριστος best neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄριστον — Ἄριστος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄριστον μὲν ὕδωρ. — См. Голая правда, истина …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πάντων μέτρον ἄριστον. — πάντων μέτρον ἄριστον. См. Всему счет, мера и граница …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τἄριστον — Ἄριστον , Ἄριστος masc acc sg ἄριστον , ἄριστον morning meal neut nom/voc/acc sg (epic) ἄ̱ριστον , ἄριστον morning meal neut nom/voc/acc sg (attic) ἄριστον , ἄριστος best masc acc sg ἄριστον , ἄριστος best neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤριστον — ἄριστον , ἄριστον morning meal neut nom/voc/acc sg (epic) ἄ̱ριστον , ἄριστον morning meal neut nom/voc/acc sg (attic) ἄριστον , ἄριστος best masc acc sg ἄριστον , ἄριστος best neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίστω — ἄριστον morning meal neut nom/voc/acc dual (epic) ἄριστον morning meal neut gen sg (epic doric aeolic) ἀ̱ρίστω , ἄριστον morning meal neut nom/voc/acc dual (attic) ἀ̱ρίστω , ἄριστον morning meal neut gen sg (attic doric aeolic) ἄριστος best… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίστοιν — ἄριστον morning meal neut gen/dat dual (epic) ἀ̱ρίστοιν , ἄριστον morning meal neut gen/dat dual (attic) ἄριστος best masc/neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίστοις — ἄριστον morning meal neut dat pl (epic) ἀ̱ρίστοις , ἄριστον morning meal neut dat pl (attic) ἄριστος best masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”